Απόφαση 438/2009 | |
---|---|
Αρχείο Απόφασης (PDF) | Απόφαση 438/2009 |
Ημ/νία Έκδοσης Απόφασης | 19η Μαρτίου 2009 |
Αριθμός ΦΕΚ | |
Σχετική Αγορά | Φορτοεκφορτωτικές Εργασίες |
Αντικείμενο Απόφασης | Καταχρηστική Εκμετάλλευση Δεσπόζουσας Θέσης |
Νομικό Πλαίσιο | Άρθρο 2 ν. 703/1977 |
Διατακτικό Απόφασης | Διαπιστώνει Παράβαση |
Καταγγέλλουσα/-ες |
1. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΔΙΑ ΟΠΩΡΟΛΑΧΑΝΕΜΠΟΡΩΝ (ΕΝΤΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ) 2. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΜΠΟΡΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 3. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΜΠΟΡΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Καταγγελλόμενη/-ες |
1. ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΚΟΜΙΣΤΩΝ ΝΩΠΩΝ ΕΙΔΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ << ΕΝΩΣΙΣ - ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ>> 2. ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Περίληψη Απόφασης |
Θέμα της συνεδρίασης ήταν η λήψη απόφασης επί της από 9.6.2005 (αριθ. ημ. πρωτ. 1942) καταγγελίας α) της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Οπωρολαχανέμπορων (εντός Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών), β) του Συνδέσμου Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, γ) του Συνδέσμου Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης κατά α) του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών και Κομιστών Νωπών Ειδών Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών υπό την επωνυμία «Ένωσις - Αγιος Γεράσιμος», και β) του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης, για παράβαση των άρθρων 82 ΣυνθΕΚ και 2 του ν. 703/77, όπως ισχύει. Με την από 9-6-2005 καταγγελία τους, οι ανωτέρω καταγγέλλοντες στρέφονται κατά των προαναφερθέντων Σωματείων επικαλούμενοι παράβαση του άρθρου 82 ΣυνθΕΚ. Σύμφωνα με την καταγγελία: Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις φορτοεκφορτωτικές εργασίες και ο τρόπος εφαρμογής του από το αρμόδιο κρατικό όργανο που είναι η Επιτροπή Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Ξηράς (στο εξής ΕΡΦΞ) προσδίδει στα Σωματεία το αποκλειστικό δικαίωμα να οργανώνουν τις φορτοεκφορτωτικές εργασίες στις Κεντρικές Λαχαναγορές Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Πρόκειται, συνεπώς, για επιχειρήσεις, στις οποίες έχει από το κράτος χορηγηθεί αποκλειστικό δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 86 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Ειδικότερα: (α) Τα Σωματεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης κατέχουν δεσπόζουσα θέση ως προς την παροχή υπηρεσιών φορτοεκφόρτωσης (ακριβέστερα μονοπωλιακή θέση) στις Κεντρικές Λαχαναγορές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η κάθε μια από τις οποίες συνιστά σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 82 ΣυνθΕΚ, αφού η Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών εξυπηρετεί τη διακίνηση οπωρολαχανικών σε σημαντικό τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας (β) Η συμπεριφορά των Σωματείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι προφανώς καταχρηστική, διότι οι τιμές που επιβάλλονται στους εμπόρους για τις υπηρεσίες φορτοεκφόρτωσης (και οι οποίες είναι απολύτως ανελαστικές, αφού εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.2 του Ν.Δ. 1254/49 με Υπουργική Απόφαση) είναι μη εύλογες πέρα από κάθε σχέση προς τις προσφερόμενες υπηρεσίες και αυτοί δεν έχουν την ευχέρεια να αποφύγουν το κόστος τους, δεδομένου ότι είναι αναγκασμένοι να τις πληρώνουν, ακόμη και όταν δεν τις χρησιμοποιούν. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να καθίστανται οι επιχειρήσεις τους μη ανταγωνιστικές έναντι άλλων ομοειδών επιχειρήσεων εκτός κεντρικών αγορών. Με τα σημερινά δεδομένα συνεπώς, η χρέωση των εκφορτωτικών ανά τεμάχιο (συσκευασία) και είδος προϊόντος είναι ξεπερασμένη, μη ανταποκρινόμενη στις συνθήκες της αγοράς και οδηγεί στην υπέρμετρη επιβάρυνση του κόστους των προϊόντων. Κατόπιν των ανωτέρω οι καταγγέλλοντες ισχυρίστηκαν ότι χορηγώντας η Ελληνική Δημοκρατία (νομοθετικά και δια της εξουσιοδοτημένης ΕΡΦΞ) αποκλειστικό δικαίωμα φορτοεκφορτώσεων στους χώρους της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών και της Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης στα μέλη των συγκεκριμένων Σωματείων Φορτοεκφορτωτών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και επιπλέον καθορίζοντας υπερβολικά υψηλή τιμή για τις υπηρεσίες φορτοεκφόρτωσης αφενός και παρέχοντας τη δυνατότητα στα Σωματεία να επιβάλουν μη εύλογους όρους συναλλαγής στα μέλη του δεύτερου και τρίτου των καταγγελλόντων (ιδίως πληρωμή για μη παρασχεθείσες υπηρεσίες), αφετέρου, παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 86 και 82 ΣυνθΕΚ προς προφανή, αδικαιολόγητη και σοβαρότατη οικονομική επιβάρυνση των μελών των Συνδέσμων Εμπόρων που χειροτερεύει την ανταγωνιστική θέση τους έναντι των εκτός Κεντρικών Λαχαναγορών εμπόρων. Τα καταγγελλόμενα Σωματεία αντέτειναν τα ακόλουθα: Τα Σωματεία τους δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 82 ΣυνθΕΚ και 2 του ν.703/1977, δεδομένου ότι ούτε επιχειρηματική δραστηριότητα ασκούν ούτε καθορίζουν τα ίδια τα τιμολόγια αμοιβής των φορτοεκφορτωτών-μελών τους και ότι από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν.Δ. 1254/49 (νομοθετικό πλαίσιο για τους φορτοεκφορτωτές ξηράς) προκύπτει ότι όλες οι φορτοεκφορτωτικές εργασίες που πραγματοποιούνται στους χώρους της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης πρέπει να διενεργούνται από μέλη των Σωματείων. Αντειτείνοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις τα μέλη δεν καλούνται των Σωματείων από τους φορτοπαραλήπτες κατά την εκτέλεση των φορτοεκφορτώσεων, με συνέπεια το αντικείμενο της εργασίας των μελών των Σωματείων συνεχώς να μειώνεται. Οι καταγγελόμενοι αφού ανέλυσαν τον ορισμό της επιχείρησης σύμφωνα με το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού ισχυρίστηκαν ότι τα Σωματεία δεν συνιστούν επιχείρηση και δεν είναι σε θέση να δρουν ανεξάρτητα από τους κανόνες της αγοράς ούτε η λειτουργία τους παρακωλύει τις αποφάσεις των εμπόρων εργοδοτών των μελών τους. Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή ανάλυση του Νομοθετικού Πλαισίου Φορτοεκφορτώσεων Ν.1254/1949 και στην ανάλυση της σχετικής προϊοντικής/γεωγραφικής αγοράς κατά την οποία κρίθηκε ότι η σχετική προϊοντική αγορά είναι: η αγορά παροχής φορτοεκφορτωτικών εργασιών που διενεργούνται στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών και στην Κεντρική Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης ενώ η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πωλούν τα σχετικά προϊόντα υπό επαρκώς ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμούκαι ειδικότερα α) η Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών β) η Κεντρική Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή εξέτασε αν τα καταγγελλόμενα Σωματεία Φορτοεκφορτωτών συνιστούν επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, ενόψει μάλιστα και της ανωτέρω εκτεθείσας ενστάσεώς τους και κατέληξε στο ότι με την χορήγηση του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος το Σωματείο «Αγ.Σπυρίδων» όχι μόνο συνιστά επιχείρηση (άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς-ανάληψη οικονομικού κινδύνου- αυτονομία οικονομικής δράσης- παρουσία κεφαλαίου) αλλά πολλώ δε μάλλω κατείχε δεσπόζουσα και δη, μονοπωλιακή θέση στη σχετική αγορά. Εντούτοις, το γεγονός και μόνο της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης δια της χορηγήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων δεν είναι αυτό καθαυτό ασυμβίβαστο με το άρθρο 82 της Συνθήκης και το άρθρο 2 των ν.703/77. Εάν ωστόσο η άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος «οδηγεί αναγκαστικά» ή «ευνοεί» ή «ενθαρρύνει» την επιχείρηση στην καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει, η συμπεριφορά της αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΣυνθΕΚ και στο άρθρο 2 του ν.703/77 (πρβλ. τις αυτές αποφάσεις ΔΕΚ στο σώμα της Απόφασης). Στην συνέχεια η Επιτροπή έκανε δεκτό, και σύμφωνα με την θεωρία και νομολογία του Κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, ότι όταν πρόκειται για κρατικά μέτρα που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 3 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ, το άρθρο 10 της ΣυνθΕΚ εφαρμόζεται, κατά περίπτωση σε συνδυασμό με τα άρθρα 81 ή 82 της ΣυνθΕΚ. Το δε άρθρο 86 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ, το οποίο αναφέρεται σε επιχειρήσεις, στις οποίες χορηγούν τα κράτη μέλη αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα, θεωρείται ως ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 10 της ΣυνθΕΚ. Επομένως το άρθρο 86 ΣυνθΕΚ εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μέτρων που εξωθούν ή διευκολύνουν τις επιχειρήσεις σε συμπεριφορές αντιβαίνουσες στο κοινοτικό δίκαιο, ιδίως στα άρθρα 81 και 82 ΣυνθΕΚ. Ακόμη περισσότερο, η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει να μην εφαρμοστεί οποιαδήποτε διάταξη εθνικού δικαίου αντίθετη προς κοινοτική διάταξη, ανεξαρτήτως αν αυτή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της κοινοτικής. Αυτό το καθήκον να μην εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία που είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εναπόκειται όχι μόνο στα εθνικά δικαστήρια αλλά και σε όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένων των διοικητικών αρχών, πράγμα που συνεπάγεται, ενδεχομένως, την υποχρέωση να ληφθεί κάθε μέτρο που να διευκολύνει την ανάπτυξη της πλήρους αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου (βλ. και ΔΕΚ 48/71, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ.1972-1973 σκ.7). Συμπερασματικά, και σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε Ολομέλεια, αποφασίσε τα ακόλουθα:
|
Ένδικα Μέσα | Έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα |
Αποφάσεις ΔΕΑ | - |