Το Νοέμβριο του 2019 στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού διενήργησαν αιφνιδιαστικούς ελέγχους, στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας και σε συνέχεια καταγγελιών, στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό κλάδο. Οι έλεγχοι αφορούσαν ανησυχίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού ότι οι ερευνώμενες επιχειρήσεις μπορεί να έχουν εμπλακεί σε αντί-ανταγωνιστικές πρακτικές οριζόντιας σύμπραξης ή πρακτικές αποκλεισμού στην παροχή τραπεζικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληρωμών κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 3959/2011 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Οι αιφνιδιαστικοί αυτοί έλεγχοι αποτέλεσαν ένα προκαταρκτικό βήμα διερεύνησης τυχόν αντί-ανταγωνιστικών πρακτικών.
Στο χρονικό διάστημα από την ολοκλήρωση των αιφνιδιαστικών ελέγχων και έως σήμερα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μεταξύ άλλων προχώρησε στις απαραίτητες ενέργειες για την αποσφράγιση των σκληρών δίσκων που συνελέγησαν προκειμένου εν συνεχεία να εκκινήσει η επεξεργασία και ανάλυσή τους, διαδικασία η οποία έχει καθυστερήσει λόγω των περιοριστικών μέτρων που επεβλήθησαν εξαιτίας της πανδημίας του ιού COVID 19 και διαφόρων διαδικαστικού περιεχομένου ενστάσεων που έχουν τεθεί από τα μέρη.
Η συνέχιση και ολοκλήρωση της ερευνών σε εύλογο χρόνο ήταν και παραμένει προτεραιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επένδυσε και συνεχίζει να επενδύει στην ενίσχυση των ανθρώπινων πόρων της, αλλά και των τεχνολογικών της μέσων επενδύοντας στη χρήση καινοτόμων συστημάτων λογισμικού που επιτρέπουν τον ευχερέστερο εντοπισμό και τις διασταυρώσεις στοιχείων.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σέβεται πλήρως τα δικαιώματα των ερευνώμενων επιχειρήσεων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας της. Προσβλέπει δε στη συνεχιζόμενη θεσμική συνεργασία με τις ερευνώμενες επιχειρήσεις προκειμένου να ολοκληρωθεί η προκαταρκτική διαδικασία και να συνεχιστεί η επεξεργασία και ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, ώστε να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν η έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού και να εκδοθούν τα συμπεράσματα των ως άνω ερευνών.
Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει ορισμένη προθεσμία για την ολοκλήρωση μίας υπόθεσης[1]. Ο χρόνος ολοκλήρωσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, περιλαμβανομένης της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και ειδικά την έκταση στην οποία οι ερευνώμενες επιχειρήσεις συνεργάζονται και την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή έχει στόχο να ολοκληρώσει τις έρευνές της μέσα στα χρονικά πλαίσια που συνήθως αναμένονται για τη συγκεκριμένης πολυπλοκότητας κατηγορία υπόθεσης, σύμφωνα με τις διεθνείς καλές πρακτικές. Με σκοπό την ορθή πληροφόρηση του κοινού σημειώνεται ότι σύμφωνα με στατιστικές αναλύσεις ανεξάρτητων ερευνητών για τις διεκπεραιωθείσες υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού η μέση χρονική διάρκεια υποθέσεων καρτέλ που χειρίστηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα έτη 2001-2015, από την εκκίνηση της έρευνας έως την έκδοση απόφασης ήταν περίπου 50 μήνες[2]. Σημειώνεται ότι η μικρότερη χρονική περίοδος ήταν 20 μήνες και η μεγαλύτερη ξεπέρασε τους 100[3].
Το πρόγραμμα επιείκειας και η διαδικασία διευθέτησης μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του χρόνου έρευνας μίας υπόθεσης, ενώ παρέχουν σημαντικά οφέλη στις επιχειρήσεις (π.χ. ολική ή μερική απαλλαγή από πρόστιμο).
- Περισσότερες πληροφορίες για το Πρόγραμμα Επιείκειας
- Περισσότερες πληροφορίες για τη Διαδικασία Διευθέτησης
[1] Βλ. αντίστοιχα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/MEMO_11_29 , https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/MEMO_07_453
[2] Πηγή: Michael Hellwig & Kai Hüschelrath “Cartel Cases and the Cartel Enforcement Process in the European Union 2001 – 2015: A Quantitative Assessment” Discussion Paper No. 16-063 (September 2016) Centre for Economic Research, διαθέσιμο http://ftp.zew.de/pub/zew-docs/dp/dp16063.pdf, πίνακας 17. Η έρευνα αφορούσε 90 υποθέσεις καρτελικής σύμπραξης.
[3] Πηγή: όπ.π. πίνακας 16.